- σταφυλοκαύστης
- ὁ, Αβλ. σταφυλιοκαύστης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταφυλοκαύστης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλοκαύστου — σταφυλοκαύστης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλοκαύστῃ — σταφυλοκαύστης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλιοκαύστης — και σταφυλοκαύστης, ὁ, Α όργανο για την καυτηρίαση τής σταφυλής τής υπερώας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + καύστης (< καίω), πρβλ. νεκρο καύστης] … Dictionary of Greek